- κρουνισμάτιον
- κρουνισμάτιον, τὸ (Α) [κρούνισμα]1. μικρό στόμιο2. μικρός σωλήνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρουνισμάτιον — small nozzle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνισματίῳ — κρουνισμάτιον small nozzle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)